αλκοολικός — αλκοολικός, ή, ό και αλκολικός, ή, ό 1. αυτός που έχει σχέση με το οινόπνευμα: Μερικά αλκοολικά διαλύματα χρησιμοποιούνται στη φαρμακευτική. 2. αυτός που πίνει συστηματικά μεγάλες ποσότητες οινοπνευματωδών ποτών: Από το πολύ πιοτό κατάντησε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-ικός — (ΑΜ ικός) κατάλ. που προήλθε από τον συνδυασμό τού ΙΕ επιθήματος kο με θέματα σε i . Στην Ελληνική ο συνδυασμός αυτός παραμένει ευδιάκριτος σε επίθ. όπως φυσι κό ς (< φύσι ς), μαντι κό ς (< μάντι ς). Το ΙΕ επίθημα * kο υπήρξε παραγωγικότατο … Dictionary of Greek
αντιαλκοολικός — ή, ό ο στρεφόμενος κατά του αλκοολισμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντι * + αλκοολικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στην εφημερίδα Ακρόπολις, στη φρ. «αντιαλκοολική διδασκαλία»] … Dictionary of Greek
σαπταλισμός — ο, Ν μέθοδος βελτίωσης τού κρασιού κατά την οποία προστίθεται ζάχαρη στον μούστο, προκειμένου να αυξηθεί ο αλκοολικός βαθμός τού κρασιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. chaptaliser «προσθέτω ζάχαρη στον μούστο προτού σφραγίσω το βαρέλι» (< Chaptal, όν.… … Dictionary of Greek
Μοντιλιάνι, Αμεντέο — (Amedeo Modigliani, Λιβόρνο 1884 – Παρίσι 1920). Ιταλός ζωγράφος και γλύπτης, από τις μεγαλύτερες προσωπικότητες της σύγχρονης τέχνης. Μαθητής του Γκουλιέλμο Μικέλι, επίγονου των κηλιδογράφων, ύστερα από μια σύντομη περίοδο σπουδών στη γενέτειρά… … Dictionary of Greek
Μπεστ, Τζορτζ — (1946 ). Πρωταθλητής ποδοσφαίρου. Ο Τζορτζ Μπεστ γεννήθηκε στις 22 Μαΐου του 1946 στο Μπέλφαστ της Βορείου Ιρλανδίας και υπήρξε ένας από τους πιο προικισμένους ποδοσφαιριστές στην ιστορία του αθλήματος· ενδεχομένως και ο πιο αυτοκαταστροφικός. Σε … Dictionary of Greek